- αμερικανισμός
- ο1) подражание всему американскому; 2) лингв, американизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμερικανισμός — ο 1. υπέρμετρος θαυμασμός και η μίμηση τών τρόπων ζωής, μεθόδων διακυβέρνησης κ.λπ. τών Αμερικανών 2. (ιδίως στον πληθ.) κάθε γλωσσική ιδιομορφία ή και το σύνολο από τις ιδιομορφίες (στο λεξιλόγιο, στη σύνταξη και την προφορά) τής Αγγλικής που… … Dictionary of Greek
αμερικανισμός — ο 1. γραμματική ή συντακτική ιδιορρυθμία της αγγλικής γλώσσας που μιλούν οι Αμερικανοί. 2. μίμηση των τρόπων των Αμερικανών, ιδιαίτερα των ιδιορρυθμιών: Χωρίς να πολυεξετάζει τα πράγματα, ονόμαζε αμερικανισμό κάθε υπερβολή ή εκζήτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αμερικανός — και Αμερικάνος, ο (θηλ. Αμερικανίδα και Αμερικάνα) 1. αυτός που κατοικεί στην Αμερική ή κατάγεται από αυτήν 2. υπήκοος τού αμερικανικού κράτους 3. Ελληνας που ζει στην Αμερική ή επέστρεψε από εκεί 4. αυτός που με τη συμπεριφορά του προσπαθεί να… … Dictionary of Greek